Μέλισσ'

Μέλισσ'
Μέλισσα , Μέλισσα
madhu-lih-
fem nom/voc sg
Μέλισσαι , Μέλισσα
madhu-lih-
fem nom/voc pl
Μέλισσε , Μέλισσος
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μέλισσ' — μέλισσι , μέλι honey neut dat pl (epic) μέλισσα , μέλισσα madhu lih fem nom/voc sg μέλισσαι , μέλισσα madhu lih fem nom/voc pl μέλισσε , μελίσσω pres imperat act 2nd sg μέλισσε , μελίσσω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) μέλισσαι , μελίζω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμιτουργός — θεμιτουργός, όν (Μ) αυτός που πράττει ή υπερασπίζεται το δίκαιο, επιτηρητής τής τηρήσεως τού δικαίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) + ουργός (< έργο), πρβλ. μελισσ ουργός, υπ ουργός] …   Dictionary of Greek

  • λαριναίον — λαριναῑον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λαριναῑον κύρτον οἱ ἁλιεῑς τὸν ἐκ λε(υ)κέας ἢ μέγαν». [ΕΤΥΜΟΛ. < λάρινος + κατάλ. αῖον (πρβλ. λιμν αίον, μελισσ αίον)] …   Dictionary of Greek

  • μελίσσειος — μελίσσειος, εία, ον, ουδ. και μελίσσιον (ΑM, Μ και μελίσσι[ο]ν) το ουδ. ως ουσ. τὸ μελίσσ(ε)ιον 1. σμήνος μελισσών 2. κυψέλη μελισσών αρχ. αυτός που παρασκευάζεται από τις μέλισσες («οἱ δὲ ἀπέδωκαν αὐτῷ ἰχθύος ὀπτοῡ μέρος καὶ ἀπὸ μελισσείου… …   Dictionary of Greek

  • μελισσαριό — το (Α μελισσάριον) [μέλισσα] τόπος όπου είναι εγκατεστημένα μελίσσια, μελισσοκομείο, μελισσουργείο, μελισσομάντρι, μελισσώνας («καὶ ἰδοὺ μελισσάριον ἐν τῷ σώματι τοῡ λέοντος καὶ μέλι ἧν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + κατάλ. αριό (μέσω ενός… …   Dictionary of Greek

  • μορεώνας — ο τόπος με πολλές μουριές, φυτεία από μουριές, μορεοφυτεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μορέα + κατάλ. ώνας (πρβλ. αμπελ ώνας, μελισσ ώνας)] …   Dictionary of Greek

  • μυρμηκώεις — μυρμηκώεις, εσσα, εν (Α) αυτός που είναι γεμάτος από μυρμηκιές, δηλ. σαρκώδεις εκφύσεις τού δέρματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, ηκος «μυρμήγκι» + κατάλ. όεις με έκταση τού ο σε ω για μετρικούς λόγους (πρβλ. μελισσ όεις)] …   Dictionary of Greek

  • νεκρών — νεκρών, ῶνος, ὁ (Α) τόπος ταφής τών νεκρών, νεκροταφείο, κοιμητήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρός + κατάλ. ών, ῶνος (πρβλ. μελισσ ών, μηλ ών)] …   Dictionary of Greek

  • σής — ητός, ὁ, ΝΑ (λόγ. τ.) λεπιδόπτερο έντομο, ο σκόρος (α. «οὐ σὴν οὐδὲ κὶς δάπτει», Πίνδ. β. «ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει», ΚΔ) αρχ. 1. ειρων. σχολαστικός γραμματικός τής Αλεξανδρινής εποχής 2. (κατά τον Ησύχ.) «σκώληξ ὁ ἐν τοῑς μελισσ(ε)ίοις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”